- ρυσαινομαι
- ῥυσαίνομαιῥῡσαίνομαιбыть морщинистым, сморщенным Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ρυσαίνομαι — και ῥυσσαίνομαι Α [ῥυσός / ῥυσσός] παθ. (για τα ούλα) ρυτιδώνομαι … Dictionary of Greek
ρυσσαίνομαι — Α ῥυσαίνομαι … Dictionary of Greek
ῥυσαινομένην — ῥῡσαινομένην , ῥυσαίνομαι to be wrinkled pres part pass fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυσαίνεται — ῥῡσαίνεται , ῥυσαίνομαι to be wrinkled pres ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)